- παρέγκλισιν
- παρέγκλισιςswervingfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρέγκλισις — ίσεως, ἡ, ΜΑ [παρεγκλίνω] 1. πλάγια κλίση, λοξή διεύθυνση («κινεῑσθαι τὰ ἄτομα τοτὲ μὲν κατὰ στάθμην, τοτὲ δὲ κατὰ παρέγκλισιν», Επίκ.) 2. αλλοίωση, μεταβολή 3. κάμψη τής μήτρας μσν. 1. απομάκρυνση, αποχωρισμός 2. επάνοδος σε προηγούμενη… … Dictionary of Greek